γαμπριλίκι

γαμπριλίκι
damatlık, güveylik

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γαμπριλίκι — το και γαμπριλίκια, τα τα έξοδα που κάνει ο γαμπρός για το γάμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”